- ξεγίνομαι
- 1. παύω να είμαι αυτό που ήμουν προηγουμένως2. παροιμ. «ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται» — λέγεται για γεγονότα που δεν επανορθώνονται.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + γίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεγίνομαι — ξέγινα, παύω να είμαι ό,τι ήμουν. Ό,τι γίνεταιδεν ξε γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)